- βραδύπνοος
- βρᾰδῠ-πνοος, ον,A breathing slowly, Aret.SD1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βραδύπνοοι — βραδύπνοος breathing slowly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύπνους — ουν (Α βραδύπνοος, ον) αυτός που πάσχει από βραδύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, εύπνοος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραχύπνοος — και βραχύπνους, ο (Α) αυτός που παρουσιάζει βραχύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, βραδύπνοος κ.ά.) … Dictionary of Greek